- υδροδείκτης
- υδροδείχτης ο водомерная трубка; водомерное стекло; водомерный кран
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδροδείκτης — και υδροδείχτης, ο, Ν τεχνολ. βαθμονομημένος γυάλινος σωλήνας μικρής διαμέτρου, που χρησιμεύει για τον έλεγχο τής στάθμης τού νερού σε λέβητα ή σε δεξαμενή. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + δείκτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον… … Dictionary of Greek
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek